ΟΙ ΣΧΟΙΝΟΠΟΙΟΙ


Καμιά φορά εσύ κι εγώ μοιάζουμε με σχοινοποιούς 

Που φτιάχνουν χρυσαφένιο σπείρωμα στρίβοντας άχυρο. 

Τόσο αργά οπισθοχωρώ 

Που δεν προσέχεις για πότε φθάνω στην πόρτα, 

Κάθε βήμα απειροελάχιστο, μια αργοπορία, 

Ούτε ερχομός ούτε αναχώρηση όταν 

Πέρα, από το μονοπάτι, σε αντικρίζω ακόμη 

Ή, ελεύθερος επιτέλους στα ηλιόλουστα χωράφια, 

Παλεύω να σε διακρίνω στο σκοτάδι 

Όπου, κοντά στην πιατοθήκη, το λειασμένο τραπέζι, 

Με τα δάχτυλα να σφίγγουν την άλλη άκρη, 

Με βλέπεις να λιγοστεύω σ’ ένα τετράγωνο φωτός. 






ΓΚΕΤΟ


I


Επειδή θα υποφέρεις σύντομα και θα πεθάνεις, οι επιλογές σου 

Δεν είναι ούτε σωστές ούτε λανθασμένες: ένα κουτάλι θα σε ταΐζει, 

Μια πετσέτα θα σε κρατάει καθαρό, μια οδοντόβουρτσα θα σε 

              γυρίζει πίσω

Στο μπάνιο σου που βλέπει σε καμινάδες και κήπους. 

Με τόσο λίγο χρόνο για απογραφή ή αποχαιρετισμούς, 

Ετοιμάζεις τώρα τη βαλίτσα σου για την υπόλοιπη ζωή σου 

Φωτογραφίες, φάρμακα, μια αλλαξιά εσώρουχα, ένα βιβλίο, 

Ένα κηροπήγιο, ένα καρβέλι, σαρδέλες, βελόνα και κλωστή. 

Αυτά είναι τα κειμήλιά σου, φθαρτά, εγκόσμια αγαθά. 

Ό,τι παίρνεις είναι το ίδιο με ό,τι αφήνεις πίσω, 

Το τελευταίο από τα υπάρχοντά σου μια λίστα με τα υπάρχοντά σου. 


II


Λες και ήταν ενάντια στον νόμο να κοιμάσαι σε μαξιλάρια 

Γέμισαν έναν καθεδρικό ναό με επιταγμένα πούπουλα: 

Σιωπή απαραβίαστη, καθόλου χώρος για φτερά αγγέλων, 

Τόνοι πούπουλα πνίγουν τα χερουβείμ και τα σεραφείμ. 


III


Το κοριτσάκι χωρίς μητέρα φέρεται σαν μητέρα 

Εξηγώντας στην πάνινη κούκλα της τον φόβο και την αγωνία, 

Τη μίζερη μερίδα του ψωμιού, πώς να την κάνει να φτουρήσει, 

Πώς να επιστρέψει στο κουκλόσπιτο και να σηκώσει τη σκεπή 

Και, πριν τα φλογοβόλα και οι δυναμιτιστές το καταστρέψουν, 

Πώς να διασώσει από τα χωριστά τους δωμάτια την αγάπη

               και τη θλίψη, 

Αριστουργήματα σε μέγεθος γραμματοσήμου, μικρές περιουσίες. 


IV


Από τους εκατοντάδες χιλιάδες μπορώ να φανταστώ έναν

Πίσω από τα συρματοπλέγματα, καθώς το τρένο μου διασχίζει 

               την Πολωνία. 

Τον βλέπω όσο χρειάζεται για να διακρίνω τις σκόρπιες νιφάδες 

               χιονιού 

Στα μαλλιά και στη σχολική του σάκα κι ύστερα μεταφέρομαι 

Μακριά απ’ αυτόν τον κόσμο με τα σπασμένα ξύλινα αλογάκια 

               και τα βουβά παιχνίδια. 

Μεταμορφώνεται σε μικρό χιονάνθρωπο και αρνείται να λιώσει. 


V


Για τους πλανόδιους τραγουδιστές, τις υφάντρες, όσους φτιάχνουν 

               στημόνια, 

Αυτούς που βασανίζονται σε μαγαζάκια επιδιόρθωσης 

               ραπτομηχανών, τους καθαριστές 

Περιττωμάτων, δεν υπάρχουν αρκετά λαχανικά, 

Κοκκινογούλια, γογγύλια, γουλιά, ούτε για δερματοράφτες 

Που βράζουν δέρμα για να έχουν τα παιδιά τους να φάνε.

Που γυρίζουν σαν μια χοντρή φέτα πατατόψωμο 

Αυτή τη σελίδα, που περιέχει όλα όσα ξέρω από πατάτες, 

Τη διανομή μου σε Ιρλανδέζικη ειρήνη, Ομορφιά της Χεβρώνος, 

                Εθνοφυλακή, 

Φλάμπουρα του Αράν, Γαριφαλιά του Κερ*, ανθεκτικές στο 

                 σκουλήκι,

Την παραίτηση, την ψώρα, τη στάχτη, τον τρόμο, την 

                 παγωνιά. 


VI 


Θα δοθούν παραστάσεις στην αίθουσα αναμονής, και θα υπάρξει 

                  χρόνος 

Να κάνεις σκοινάκι και χρόνος να στερεώσεις, 

Σαν να πήγαινες σε μάθημα χορού, την κορδέλα στα μαλλιά σου. 

Αυτό το κουαρτέτο εγχόρδων είναι το φυσικότερο πράγμα 

                  στον κόσμο. 


VII


Δάχτυλα αφήνουν σκιές σ’ ένα βιολί, αρμονικές. 

Ένα κοτσύφι φτερουγίζει ανάμεσα σε ηλεκτροφόρα 

                   συρματοπλέγματα. 


VIII


Τα μαθήματα είναι απαγορευμένα σ’ εκείνο το φριχτό σχολείο. 

Γραφή και ανάγνωση και αριθμητική, 

Επί ποινή θανάτου, έτσι που ακόμη και τα πρωτάκια 

Γίνονταν γέροι και σοφοί μελετώνας τα σε σοφίτες.

Δίνονταν μαθήματα ζωγραφικής κι υπήρχαν ζωγραφιές με 

                   κουζίνες 

Και αγροκτήματα, ζώα του αγρού, πεταλούδες, μητέρες, 

                  πατέρες 

Που επέζησαν σε σχέδια με μολύβι, προτού με πένα και μελάνι 

Μεταμορφωθούν σε φύλακες εκτελέσεων και κηδειών 

Που βασανίζουν και κρεμούν ακόμη κι αυτές τις χάρτινες 

                  φιγούρες. 

Υπήρχαν επίσης ζωγραφιές με στρατώνες και αποχωρητήρια 

Και τα μόνα παράθυρα ήταν αυτά που ζωγράφιζαν. 


Michael Longley, Το χταπόδι του Ομήρου και άλλα ποιήματα

μετάφραση Χάρης Βλαβιανός, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ